- διαμονητήριος
- ος, ο[ν] проживающий, пребывающий, находи щийся
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαμονητήριος — α, ο σχετικός με τη διαμονή σε έναν τόπο το ουδ. ως ουσ. το διαμονητήριο(ν) α) τόπος διαμονής β) έγγραφη άδεια παραμονής (αλλοδαπού σε έναν τόπο, επισκέπτη στο Άγιο Όρος κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού… … Dictionary of Greek